- στασίδι
- τοστενόμακρο κάθισμα στην εκκλησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Δούκας, Λουκάς — (Αθήνα 1890 – 1925). Γλύπτης. Σπούδασε στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο Σαλόν του Παρισιού το 1923 για το έργο του Σάτυρος. Μεταξύ των έργων του διακρίνονται τα εξής: Κάιν,… … Dictionary of Greek